- εφιδρωτικός
- -ή, -ό [εφιδρώνω]αυτός που επιφέρει εφίδρωση, ο ιδρωτικός («εφιδρωτικό φάρμακο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξιδρωτικός, -ή — ό 1. που προκαλεί εξίδρωση (βλ. λ.), εφιδρωτικός, ιδρωτοποιός. 2. που προέρχεται από εξίδρωση, που οφείλεται σε εξίδρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)